Ανεμοδαρμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανεμοδαρμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onaangenaam, naar, akelig, verwaaid, winderig, winderige, windswept, verwaaide
Ανεμοδαρμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεμοδαρμένος

ανεμοδαρμένοσ αγγλικα, ανεμοδαρμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανεμοδαρμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανελέητος στα ολλανδικά - bewolkt, somber, onaangenaam, afschuwelijk, naargeestig, vervelend, mistroostig, ...
  • ανεμιστήρας στα ολλανδικά - aanvuren, ventilator, aanzetten, aanwakkeren, fan, ventilator van, de ventilator, ...
  • ανεμοδείκτης στα ολλανδικά - wiek, blad, vleugel, lamel, vaan, schoep
  • ανεμοθύελλα στα ολλανδικά - storm, windstorm, de storm, storm met weinig regen, catastroferisico
Τυχαίες λέξεις
Ανεμοδαρμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onaangenaam, naar, akelig, verwaaid, winderig, winderige, windswept, verwaaide