Natuurlijk στα ελληνικά

Μετάφραση: natuurlijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυσικά, βέβαια, βεβαίως, ασφαλώς
Natuurlijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • natuur στα ελληνικά - φύση, χαρακτήρα, φύσης, φύσεως, τη φύση
  • natuurkunde στα ελληνικά - φυσική, Φυσικής, της φυσικής, τη φυσική, Physics
  • nauw στα ελληνικά - σφιχτός, στενόχωρος, στενός, πορθμός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, ...
  • nauwelijks στα ελληνικά - μόλις, ελάχιστα, μόλις και μετά βίας, μετά βίας, σχεδόν
Τυχαίες λέξεις
Natuurlijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυσικά, βέβαια, βεβαίως, ασφαλώς