Nauwgezet στα ελληνικά

Μετάφραση: nauwgezet, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποκινώ, μόλις, γρήγορος, συνεπής, ακριβολόγος, ωθώ, δίκαιος, ακριβής, ακριβώς, συγκεκριμένος, ευσυνειδήτως, ευσυνειδησία, ευσυνείδητα, συνειδητά, με ευσυνειδησία
Nauwgezet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nauw στα ελληνικά - σφιχτός, στενόχωρος, στενός, πορθμός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, ...
  • nauwelijks στα ελληνικά - μόλις, ελάχιστα, μόλις και μετά βίας, μετά βίας, σχεδόν
  • nauwgezetheid στα ελληνικά - ακρίβεια, αυστηρότητα, αυστηρότητας, την αυστηρότητα, η αυστηρότητα, αυστηρότητά
  • nauwkeurig στα ελληνικά - συγκεκριμένος, σωστός, διορθώνω, ακριβής, ωθώ, γρήγορος, υποκινώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Nauwgezet στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποκινώ, μόλις, γρήγορος, συνεπής, ακριβολόγος, ωθώ, δίκαιος, ακριβής, ακριβώς, συγκεκριμένος, ευσυνειδήτως, ευσυνειδησία, ευσυνείδητα, συνειδητά, με ευσυνειδησία