Obstakel στα ελληνικά

Μετάφραση: obstakel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακώλυση, στένωση, εμπόδιο, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για, εμποδίων
Obstakel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • observatie στα ελληνικά - παρατηρητικότητα, παρακολούθηση, παρατήρηση, παρατήρησης, παρακολούθησης, την παρατήρηση
  • obsessie στα ελληνικά - εξαναγκασμός, παρόρμηση, ιδεοληψία, έμμονη ιδέα, εμμονή, την εμμονή, η εμμονή
  • obstipatie στα ελληνικά - παρατυπία, ανωμαλία, δυσκοιλιότητα, δυσκοιλιότητας, τη δυσκοιλιότητα, της δυσκοιλιότητας, η δυσκοιλιότητα
  • occult στα ελληνικά - απόκρυφος, απόκρυφων, απόκρυφη, απόκρυφες, αποκρυφισμό, απόκρυφης
Τυχαίες λέξεις
Obstakel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακώλυση, στένωση, εμπόδιο, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για, εμποδίων