Officieel στα ελληνικά

Μετάφραση: officieel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιωματικός, επίσημος, επίσημα, επισήμως, επίσημη
Officieel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • offeren στα ελληνικά - θυσία, θυσιάζω, θυσίας, θυσίες, τη θυσία, η θυσία
  • offerte στα ελληνικά - μαλακός, προσφορά, τρυφερός, προσφέρω, προσφοράς, διαγωνισμού, προσφορών, ...
  • officier στα ελληνικά - στέλεχος, αξιωματικός, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
  • offreren στα ελληνικά - προσφορά, προσφέρω, προσφοράς, την προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει
Τυχαίες λέξεις
Officieel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιωματικός, επίσημος, επίσημα, επισήμως, επίσημη