Αξιωματικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αξιωματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
politieagent, ambtelijk, officier, officieel, beambte, ambtenaar, officer, functionaris, ordonnateur
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιωματικός
αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός ορισμός πιθανότητας, αξιωματικός ε.α. - σασ φτυνω στα μουτρα αλητεσ, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αξιωματικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αξιοσημείωτα στα ολλανδικά - merkwaardig, opmerkelijk, opvallend, opmerkelijke, aanmerkelijk
- αξιοσημείωτος στα ολλανδικά - beroemd, merkbaar, befaamd, gevierd, opmerkelijk, welbekend, roemruchtig, ...
- αξιόλογος στα ολλανδικά - flink, geruim, vast, hecht, massief, gedegen, aanzienlijk, ...
- αξιόπιστος στα ολλανδικά - betrouwbaar, vertrouwd, betrouwbare, een betrouwbare, betrouwbaarder, betrouwbaar is
Τυχαίες λέξεις
Αξιωματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: politieagent, ambtelijk, officier, officieel, beambte, ambtenaar, officer, functionaris, ordonnateur
Μεταφράσεις: politieagent, ambtelijk, officier, officieel, beambte, ambtenaar, officer, functionaris, ordonnateur