Omelet στα ελληνικά
Μετάφραση: omelet, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομελέτα, ομελέτες, ομελέτας, ομελέτα με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- omdat στα ελληνικά - σαν, όπως, για, γιατί, διότι, εξαιτίας, λόγω της, ...
- omdraaien στα ελληνικά - στρίβω, στροφή, σειρά, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
- omen στα ελληνικά - προμήνυμα, οιωνός, οιωνό, σημάδι, προμηνύματος
- omgaan στα ελληνικά - παρακάμπτω, για την αντιμετώπιση, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν, την αντιμετώπιση, να ασχοληθεί
Τυχαίες λέξεις
Omelet στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομελέτα, ομελέτες, ομελέτας, ομελέτα με
Μεταφράσεις: ομελέτα, ομελέτες, ομελέτας, ομελέτα με