Omstreken στα ελληνικά
Μετάφραση: omstreken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιβάλλον, περίχωρα, γύρω περιοχή, γύρω, περιβάλλοντα χώρο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- omstandig στα ελληνικά - περίτεχνος, διεξοδικός, λεπτομερής, προσεγμένος, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομερών, ...
- omstandigheid στα ελληνικά - περίσταση, γεγονός, περίπτωση, ελαφρυντική, κατάσταση
- omtrek στα ελληνικά - διευθέτηση, δελτίο, μορφή, διαμορφώνω, σχηματίζω, σκιαγράφηση, σχήμα, ...
- omtrent στα ελληνικά - γύρω, περίπου, σχετικά με, για, σχετικά, για το
Τυχαίες λέξεις
Omstreken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιβάλλον, περίχωρα, γύρω περιοχή, γύρω, περιβάλλοντα χώρο
Μεταφράσεις: περιβάλλον, περίχωρα, γύρω περιοχή, γύρω, περιβάλλοντα χώρο