Onbelemmerd στα ελληνικά
Μετάφραση: onbelemmerd, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, ανεμπόδιστη, απρόσκοπτη, απεριόριστη, χωρίς εμπόδια, ελεύθερος
Μεταφράσεις
- onbekrompenheid στα ελληνικά - αφθονία, συρροή, γενναιοδωρία, ελευθεριότητα, ελευθεροφροσύνη, ελευθεροφροσύνης, η ελευθεριότητα
- onbelangrijk στα ελληνικά - αλαζονικός, ασήμαντος, ασήμαντο, ασήμαντη, σημασία, ασήμαντα
- onbenullig στα ελληνικά - χυδαίος, χαζός, πρόστυχος, βάναυσος, κουτός, τιποτένιος, ασήμαντος
- onbepaald στα ελληνικά - ασαφής, αβέβαιος, ακαθόριστος, σκοτεινός, αμυδρός, δυσνόητος, αμφίβολος, ...
Τυχαίες λέξεις
Onbelemmerd στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, ανεμπόδιστη, απρόσκοπτη, απεριόριστη, χωρίς εμπόδια, ελεύθερος
Μεταφράσεις: τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, ανεμπόδιστη, απρόσκοπτη, απεριόριστη, χωρίς εμπόδια, ελεύθερος