Ontwijden στα ελληνικά

Μετάφραση: ontwijden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηλιδώνω, βεβηλώνω, λερώνω, μαγαρίζω, desecrate, βεβηλώνουν, βεβηλώσουν, βεβήλωνε
Ontwijden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ontwerp στα ελληνικά - πλάνη, υπολογισμός, σκιαγράφηση, διατυπώνω, προβάλλω, σχεδιασμός, ακτινοβολία, ...
  • ontwerpen στα ελληνικά - σχεδιάζω, σκίτσο, σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
  • ontwijken στα ελληνικά - διαλανθάνω, αποφεύγω, διαφεύγω, ξεγλιστρώ, Dodge, αποφύγει, αποφεύγουμε, ...
  • ontwikkeld στα ελληνικά - αναπτυγμένες, ανεπτυγμένες, ανεπτυγμένων, αναπτυγμένων, ανεπτυγμένη
Τυχαίες λέξεις
Ontwijden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηλιδώνω, βεβηλώνω, λερώνω, μαγαρίζω, desecrate, βεβηλώνουν, βεβηλώσουν, βεβήλωνε