Opeenhopen στα ελληνικά
Μετάφραση: opeenhopen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, σωρός, στοιβάδα, συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- opdrogen στα ελληνικά - ξηρός, στεγνός, στερεύουν, στεγνώσει, ξεραίνονται, στεγνώνουν, στερέψει
- opduikelen στα ελληνικά - σκάβω, εκσκάπτω, ανασκάψει, εκσκαφή, σκάβουν, ανασκάψουν
- opeenhoping στα ελληνικά - συρροή, συσσώρευση, συναρμολόγηση, σύναξη, συσφαίρωση, συνονθύλευμα, ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, ...
- opeens στα ελληνικά - αιφνιδιαστικά, ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνιδίως, αιφνίδια
Τυχαίες λέξεις
Opeenhopen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, σωρός, στοιβάδα, συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, σωρός, στοιβάδα, συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος