Αποθησαυρίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποθησαυρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opeenhopen, opstapelen, ophopen, tassen, stapelen, opeenstapelen, Assam, van Assam
Αποθησαυρίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποθησαυρίζω

αποθησαυρίζω συνώνυμο, αποθησαυρίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποθησαυρίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποθαρρύνω στα ολλανδικά - verjagen, afschrikken, ontmoedigen, dishearten
  • αποθηκεύω στα ολλανδικά - winkel, voorraad, pakhuis, opslagplaats, zaak, magazijn, depot, ...
  • αποθνήσκω στα ολλανδικά - doodgaan, overlijden, sterven, verscheiden, versmachten, te sterven, dood, ...
  • αποικία στα ολλανδικά - kolonie, volksplanting, nederzetting, kolonie van, kolonies, colony, kolonie te
Τυχαίες λέξεις
Αποθησαυρίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opeenhopen, opstapelen, ophopen, tassen, stapelen, opeenstapelen, Assam, van Assam