Openbaarheid στα ελληνικά
Μετάφραση: openbaarheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημοσιότητα, προαγωγή, ανάδειξη, προώθηση, δημοσιότητας, διαφήμιση, τη δημοσιότητα, διαφήμισης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- open στα ελληνικά - ανοιχτός, αυτεξούσιος, δωρεάν, κενός, άδειος, φανερός, ανοικτός, ...
- openbaar στα ελληνικά - υφήλιος, κόσμος, κοινός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, ...
- openbaarmaking στα ελληνικά - κήρυξη, έκδοση, εξαγγελία, ανακοίνωση, δημοσιοποίηση, δημοσίευμα, τεύχος, ...
- openbaren στα ελληνικά - διαφαίνομαι, αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, αποκαλύπτω, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Openbaarheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημοσιότητα, προαγωγή, ανάδειξη, προώθηση, δημοσιότητας, διαφήμιση, τη δημοσιότητα, διαφήμισης
Μεταφράσεις: δημοσιότητα, προαγωγή, ανάδειξη, προώθηση, δημοσιότητας, διαφήμιση, τη δημοσιότητα, διαφήμισης