Δημοσιότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: δημοσιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
propaganda, openbaarheid, reclame, verspreiding, publiciteit, ruchtbaarheid, bekendheid, publicity, de publiciteit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δημοσιότητα
δημοσιότητα εσπα, δημοσιότητα γεμη, δημοσιότητα και δημόσιες σχέσεις, δημοσιότητα ικε, δημοσιότητα οικονομικών καταστάσεων, δημοσιότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δημοσιότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δημοσιογραφία στα ολλανδικά - journalistiek, de journalistiek, journalistieke, journalism, journalist
- δημοσιοποίηση στα ολλανδικά - openbaarmaking, publicatie, afkondiging, uitgave, openbaring, onthulling, bekendmaking, ...
- δημοτικός στα ολλανδικά - gemeentelijk, stedelijk, gemeentelijke, Municipal, gemeente
- δημοτικότητα στα ολλανδικά - populariteit, populariteit In
Τυχαίες λέξεις
Δημοσιότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: propaganda, openbaarheid, reclame, verspreiding, publiciteit, ruchtbaarheid, bekendheid, publicity, de publiciteit
Μεταφράσεις: propaganda, openbaarheid, reclame, verspreiding, publiciteit, ruchtbaarheid, bekendheid, publicity, de publiciteit