Προαγωγή στα ολλανδικά

Μετάφραση: προαγωγή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ruchtbaarheid, bevordering, openbaarheid, publiciteit, reclame, promotie, bevorderen, de bevordering, bevordering van
Προαγωγή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προαγωγή

προαγωγή α επαλ, προαγωγή μαθητών α λυκείου, προαγωγή ψυχικής υγείας-πρόληψη ψυχιατρικών διαταραχών, προαγωγή και αγωγή της υγείας, προαγωγή δημοσίων υπαλλήλων, προαγωγή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προαγωγή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προέρχομαι στα ολλανδικά - kiemen, ontkiemen, aftappen, afstammen, afdalen, komt van, komen uit, ...
  • προαίρεση στα ολλανδικά - wilsbeschikking, verbond, voornemen, zin, doel, toeleg, testament, ...
  • προαύλιο στα ολλανδικά - erf, yard, hof, binnenplaats, ra, voorplein, voorhof, ...
  • προβάλλω στα ολλανδικά - blauwdruk, project, ontwerp, concept, projecteren, plan, laten verifiëren, ...
Τυχαίες λέξεις
Προαγωγή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ruchtbaarheid, bevordering, openbaarheid, publiciteit, reclame, promotie, bevorderen, de bevordering, bevordering van