Opmaken στα ελληνικά

Μετάφραση: opmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λύμα, σπαταλώ, σπατάλη, εκδίδω, απόβλητα, επιμελούμαι, καταλήγω, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν
Opmaken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oplossen στα ελληνικά - διαλύω, λύνω, να λύσει, για την επίλυση, για να λύσει, για την επίλυση των, να λύσουν
  • oplossing στα ελληνικά - απαντώ, φερέγγυος, απάντηση, επίπτωση, εχέγγυος, έκβαση, αποτέλεσμα, ...
  • opmerkelijk στα ελληνικά - αξιοσημείωτος, αξιοσημείωτα, αξιοσημείωτο, σημειωθεί, να σημειωθεί, αξιοσημείωτη
  • opmerken στα ελληνικά - παρατήρηση, παρατηρώ, να, για να, σε, για, με
Τυχαίες λέξεις
Opmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λύμα, σπαταλώ, σπατάλη, εκδίδω, απόβλητα, επιμελούμαι, καταλήγω, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν