Ouderdom στα ελληνικά

Μετάφραση: ouderdom, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Ouderdom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oud-strijder στα ελληνικά - παλαίμαχος, κτηνίατρος, βετεράνος, βετεράνο, παλαίμαχο, βετεράνου
  • ouder στα ελληνικά - μητέρα, πατέρας, μητρική εταιρεία, μητρική, μητρικής, γονέα, γονέας
  • ouderloos στα ελληνικά - ορφανός, ορφανά
  • ouderwets στα ελληνικά - παλιό, παλιά, παλαιά, παλαιών, παλιές
Τυχαίες λέξεις
Ouderdom στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών