Pauzeren στα ελληνικά

Μετάφραση: pauzeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακόπτω, παύση, διακοπή, σταματώ, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση
Pauzeren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pauw στα ελληνικά - παγόνι, παγώνι, παγωνιού, peacock, ταώς
  • pauze στα ελληνικά - διάλλειμα, ανάρτηση, διακόπτω, σπάζω, εναιώρημα, αναστολή, διάλειμμα, ...
  • paviljoen στα ελληνικά - περίπτερο, Pavilion, περιπτέρου, κιόσκι, περίπτερο της
  • pedaal στα ελληνικά - πετάλιο, πετάλι, πεντάλι, πεντάλ, πεντάλ του, του πεντάλ
Τυχαίες λέξεις
Pauzeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακόπτω, παύση, διακοπή, σταματώ, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση