Παύση στα ολλανδικά

Μετάφραση: παύση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stilte, onderbreking, rust, pauze, pauzeren, pause, pauzestand, onderbreken
Παύση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παύση

παύση εκτοκισμού, παύση του αρχηγού αστυνομίας, παύση ποινικής δίωξης, παύση εργασιών ατομικής επιχείρησης, παύση εργασιών πτώχευσης, παύση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παύση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παχυσαρκία στα ολλανδικά - zwaarlijvigheid, obesitas, overgewicht, Obesity, van obesitas
  • παχύσαρκος στα ολλανδικά - lijvig, dik, zwaarlijvig, obesitas, zwaarlijvige, obese, overgewicht
  • παύω στα ολλανδικά - uitscheiden, aflaten, stoppen, ophouden, staken, staakt
  • πείθω στα ολλανδικά - slingeren, zwaaien, overtuigen, zwiepen, zwieren, te overtuigen, ervan te overtuigen, ...
Τυχαίες λέξεις
Παύση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stilte, onderbreking, rust, pauze, pauzeren, pause, pauzestand, onderbreken