Pels στα ελληνικά
Μετάφραση: pels, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέρμα, φλούδα, κέλυφος, κόβω, τρίχωμα, προβιά, γδέρνω, γούνα, κρύβομαι, κρύβω, έπεσα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pelgrimstocht στα ελληνικά - προσκύνημα, προσκυνήματος, το προσκύνημα, προσκύνημά, προσκυνήματα
- pelikaan στα ελληνικά - πελεκάνος, Pelican, πελεκάνο, πελεκάνου, πελεκάνων
- pen στα ελληνικά - φτερό, στυλό, λοφίο, μάντρα, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, ...
- penarie στα ελληνικά - αμηχανία, απορία, αμηχανίας, σύγχυση, η αμηχανία
Τυχαίες λέξεις
Pels στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέρμα, φλούδα, κέλυφος, κόβω, τρίχωμα, προβιά, γδέρνω, γούνα, κρύβομαι, κρύβω, έπεσα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα
Μεταφράσεις: δέρμα, φλούδα, κέλυφος, κόβω, τρίχωμα, προβιά, γδέρνω, γούνα, κρύβομαι, κρύβω, έπεσα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα