Τρίχωμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: τρίχωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huid, bont, aanzetten, pels, vacht, haar, haren, hair, het haar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρίχωμα
τρίχωμα σκύλων, τρίχωμα γάτας, σκύλος τρίχωμα, πρωτογενές τρίχωμα, γάτα τρίχωμα, τρίχωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τρίχωμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τρίφτης στα ολλανδικά - rasp, grater, rasp van, De rasp, De rasp van
- τρίχα στα ολλανδικά - haardos, haren, haar, hair, het haar
- τραβώ στα ολλανδικά - beroep, aantrekken, trekken, beschrijven, aftekenen, trekking, rechtsmiddel, ...
- τραγανιστός στα ολλανδικά - kraken, knarsende, knarsen, rekenwerk, krakend
Τυχαίες λέξεις
Τρίχωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: huid, bont, aanzetten, pels, vacht, haar, haren, hair, het haar
Μεταφράσεις: huid, bont, aanzetten, pels, vacht, haar, haren, hair, het haar