Ανά στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
binnen, te, per, in, € per
Ανά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανά

ανά τας ρύμας και τας αγυιάς, ανά τον κόσμο, νανά καραγιάννη ξεχάστε αυτή την εικόνα-δείτε το νέο της πρόσωπο, ανά πάσα στιγμή ζαζόπουλος, ανά πάσα στιγμή stixoi, ανά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμύνομαι στα ολλανδικά - verweren, verdedigen, mezelf te verdedigen
  • αν στα ολλανδικά - zo, wanneer, of, indien, als, ingeval
  • ανάβαση στα ολλανδικά - beklimming, opgang, klim, opstijging, stijgen
  • ανάβω στα ολλανδικά - ontsteken, helderheid, verlichten, licht, aansteken, aansteker, aanmaken, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: binnen, te, per, in, € per