Pit στα ελληνικά

Μετάφραση: pit, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σάρκα, σύνολο, θρυαλλίδα, φιτίλι, μυελός, ψίχα, κρέας, πράξη, σπυρί, δημητριακά, κόκκος, ουσία, καρδιά, πυρήνας, κουκούτσι, δημητριακό, λάκκος, σκάμμα, λάκκο, τάφρο
Pit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pissen στα ελληνικά - ουρώ, ούρο, piss, κάτουρο, κάτουρα
  • piste στα ελληνικά - αρένα, κονίστρα, Arena, σκηνή, στίβο
  • pittig στα ελληνικά - ζωηρός, σθεναρός, νευρώδης, μεστή, μεστό, μυελώδης
  • pittigheid στα ελληνικά - κέφι, σθένος, παρά την ισχύ
Τυχαίες λέξεις
Pit στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σάρκα, σύνολο, θρυαλλίδα, φιτίλι, μυελός, ψίχα, κρέας, πράξη, σπυρί, δημητριακά, κόκκος, ουσία, καρδιά, πυρήνας, κουκούτσι, δημητριακό, λάκκος, σκάμμα, λάκκο, τάφρο