Δημητριακό στα ολλανδικά

Μετάφραση: δημητριακό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
koren, graan, pit, korrel, zaadkorrel, cornflakes, graan-, graansoort, granen, ontbijtgranen
Δημητριακό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δημητριακό

δημητριακό ντίνκελ, δημητριακό ζέα, δημητριακό ζειά, βρίζα δημητριακό, δημητριακό το «ζεα», δημητριακό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δημητριακό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δημεύω στα ολλανδικά - confisqueren, beslag te nemen, te confisqueren, in beslag, in beslag te nemen
  • δημητριακά στα ολλανδικά - graan, korrel, koren, zaadkorrel, pit, granen, graangewassen, ...
  • δημιουργία στα ολλανδικά - universum, schepping, kosmos, heelal, oprichting, creatie, creëren, ...
  • δημιουργικός στα ολλανδικά - scheppend, creatieve, creatief, creative, de creatieve
Τυχαίες λέξεις
Δημητριακό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: koren, graan, pit, korrel, zaadkorrel, cornflakes, graan-, graansoort, granen, ontbijtgranen