Plastic στα ελληνικά

Μετάφραση: plastic, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαστικός, πλαστική ύλη, πλαστικό, πλαστικά, πλαστική
Plastic στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • plas στα ελληνικά - πισίνα, λούτσα, λίμνη, λιμνούλα, λακκούβα με νερό, λακκούβα, λακκούβας, ...
  • plassen στα ελληνικά - γύρος, πιτσιλίζω, πλατσουρίζω, πλαταγίζω, γόνατα, πιτσιλάω, παφλάζω, ...
  • plastiek στα ελληνικά - πλαστικός, πλαστική ύλη, πλαστικό, πλαστικά, πλαστική
  • plat στα ελληνικά - ξέγνοιαστος, κοινότυπος, πρόστυχος, παρακρατώ, απόθεμα, βάναυσος, ανεπίσημος, ...
Τυχαίες λέξεις
Plastic στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαστικός, πλαστική ύλη, πλαστικό, πλαστικά, πλαστική