Plunderen στα ελληνικά

Μετάφραση: plunderen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεηλατώ, ξεγυμνώνω, ληστεύω, λεηλασία, λεηλασίας, λάφυρα, αρπαγή, λεηλατήσουν
Plunderen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pluk στα ελληνικά - συλλογή, picking, πάρει, να πάρει
  • plukken στα ελληνικά - συλλέγω, μαδώ, μαζεύομαι, περισυλλέγω, συγκεντρώνομαι, μαζεύω, πάρει, ...
  • plus στα ελληνικά - συν, καθώς, καθώς και, πλέον
  • plusminus στα ελληνικά - μερικοί, λίγοι, για, περί, γύρω, πρόχειρα, περίπου, ...
Τυχαίες λέξεις
Plunderen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεηλατώ, ξεγυμνώνω, ληστεύω, λεηλασία, λεηλασίας, λάφυρα, αρπαγή, λεηλατήσουν