Prikken στα ελληνικά
Μετάφραση: prikken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιμπώ, κασμάς, συλλέγω, κεντώ, μαχαιρώνω, κεντρίζω, τρυπώ, τσιτώνω, μαζεύω, κέντημα, κεντρί, σουβλί, πούτσος, φαλλός, αγκύλωμα, αγκυλώνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- prikkelen στα ελληνικά - σπιρούνι, διεγείρω, προκαλώ, παρακινώ, σπιρουνίζω, οξύνω, επιδεινώνω, ...
- prikkelend στα ελληνικά - πικάντικος, ερεθιστικός, ερεθιστικό, ερεθιστική, ερεθιστικές, ερεθιστικά
- pril στα ελληνικά - νέος, νωρίς, μικρός, πρώιμος, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, ...
- primair στα ελληνικά - πρωταρχικός, πρώτος, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Τυχαίες λέξεις
Prikken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιμπώ, κασμάς, συλλέγω, κεντώ, μαχαιρώνω, κεντρίζω, τρυπώ, τσιτώνω, μαζεύω, κέντημα, κεντρί, σουβλί, πούτσος, φαλλός, αγκύλωμα, αγκυλώνω
Μεταφράσεις: τσιμπώ, κασμάς, συλλέγω, κεντώ, μαχαιρώνω, κεντρίζω, τρυπώ, τσιτώνω, μαζεύω, κέντημα, κεντρί, σουβλί, πούτσος, φαλλός, αγκύλωμα, αγκυλώνω