Profaneren στα ελληνικά
Μετάφραση: profaneren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βεβηλώνω, μαγαρίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βέβηλος, βέβηλο, βλάσφημο, βέβηλη, βέβηλους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- proefstuk στα ελληνικά - δείγμα, δίκη, δοκιμάζω, δοκιμασία, γεύομαι, υπόδειγμα, δείγματος, ...
- proesten στα ελληνικά - φτάρνισμα, φταρνίζομαι, φτερνίζεστε, φτερνιστεί, φτερνίζονται, φταρνίζεστε
- profeet στα ελληνικά - προφήτης, Προφήτη, του Προφήτη, προφήτου, ο προφήτης
- professioneel στα ελληνικά - επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικής
Τυχαίες λέξεις
Profaneren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βεβηλώνω, μαγαρίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βέβηλος, βέβηλο, βλάσφημο, βέβηλη, βέβηλους
Μεταφράσεις: βεβηλώνω, μαγαρίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βέβηλος, βέβηλο, βλάσφημο, βέβηλη, βέβηλους