Proper στα ελληνικά
Μετάφραση: proper, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρός, καθαρίζω, τακτοποιημένος, τακτοποιημένο, καθαρό, περιποιημένο, τακτοποιημένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- propageren στα ελληνικά - διαδίδω, διαδίδονται, διαδίδουν, διαδώσει, διαδοθεί
- propeller στα ελληνικά - έλικας, προπέλα, έλικα, προπέλας, της έλικας
- proportie στα ελληνικά - τιμή, αναλογία, ποσοστό, μέρος, ανάλογα, ποσοστού
- proportioneel στα ελληνικά - αναλογικά, ανάλογη, αναλογική, ανάλογο, αναλογικό
Τυχαίες λέξεις
Proper στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρός, καθαρίζω, τακτοποιημένος, τακτοποιημένο, καθαρό, περιποιημένο, τακτοποιημένα
Μεταφράσεις: καθαρός, καθαρίζω, τακτοποιημένος, τακτοποιημένο, καθαρό, περιποιημένο, τακτοποιημένα