Proviandering στα ελληνικά

Μετάφραση: proviandering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέχω, μέριμνα, προμήθεια, παροχή, χορήγηση, τροφοδοσία, ανεφοδιασμού, εφοδιασμό, τον εφοδιασμό, εφοδιασμός
Proviandering στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • prototype στα ελληνικά - είδωλο, εικόνα, επιτομή, πρωτότυπο, πρωτοτύπου, πρότυπο, πρωτοτύπων, ...
  • provianderen στα ελληνικά - προσφέρω, χορήγηση, προνοώ, επιπλώνω, καθιστώ, παρέχω, κάνω, ...
  • provinciaal στα ελληνικά - επαρχιακός, επαρχιακή, επαρχιακό, επαρχιακές, επαρχιακής
  • provincie στα ελληνικά - έδαφος, αρμοδιότητα, επαρχία, κυριαρχία, κομητεία, νομός, νομών, ...
Τυχαίες λέξεις
Proviandering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέχω, μέριμνα, προμήθεια, παροχή, χορήγηση, τροφοδοσία, ανεφοδιασμού, εφοδιασμό, τον εφοδιασμό, εφοδιασμός