Raadsel στα ελληνικά
Μετάφραση: raadsel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γρίφος, μυστήριο, μυστικός, κοσκινίζω, απόρρητος, αίνιγμα, προβληματίζω, μυστικό, μυστηρίου, το μυστήριο, μυστήριο που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- raadgeving στα ελληνικά - καμαρίλα, κατεύθυνση, συμβουλή, χειραγωγία, συμβουλεύω, καθοδήγηση, συνήγορος, ...
- raadplegen στα ελληνικά - ανατρέχω, συμβουλεύομαι, συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται
- raadselachtig στα ελληνικά - μυστηριώδης, βαθύς, αινιγματικός, αινιγματική, αινιγματικό, αινιγματικά, αινιγματικές
- raadsman στα ελληνικά - δικηγόρος, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, σύμβουλος, συνήγορος, σύμβουλο, συμβούλου, ...
Τυχαίες λέξεις
Raadsel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γρίφος, μυστήριο, μυστικός, κοσκινίζω, απόρρητος, αίνιγμα, προβληματίζω, μυστικό, μυστηρίου, το μυστήριο, μυστήριο που
Μεταφράσεις: γρίφος, μυστήριο, μυστικός, κοσκινίζω, απόρρητος, αίνιγμα, προβληματίζω, μυστικό, μυστηρίου, το μυστήριο, μυστήριο που