Αίνιγμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: αίνιγμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geheimenis, raadsel, mysterie, puzzel, enigma, van Enigma, geheim
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αίνιγμα
αίνιγμα για το χελιδόνι, αίνιγμα για παιδιά, αίνιγμα με ζωα, αίνιγμα του αινσταιν, αίνιγμα της σφίγγας, αίνιγμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αίνιγμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αίθριος στα ολλανδικά - iel, net, fraai, kieskeurig, geldboete, kies, mooi, ...
- αίμα στα ολλανδικά - geboorte, bloed, afkomst, het bloed, van bloed, bloed te
- αίρεση στα ολλανδικά - sekte, secte, par, sect
- αίσθημα στα ολλανδικά - impressie, indruk, gevoel, zintuig, belichting, sensatie, betasten, ...
Τυχαίες λέξεις
Αίνιγμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geheimenis, raadsel, mysterie, puzzel, enigma, van Enigma, geheim
Μεταφράσεις: geheimenis, raadsel, mysterie, puzzel, enigma, van Enigma, geheim