Rekwireren στα ελληνικά

Μετάφραση: rekwireren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίταξη, επιτάξεως, επίταξης
Rekwireren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rekken στα ελληνικά - εκτείνομαι, τεντώνομαι, τεζάρω, τεντώνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, ...
  • rekruut στα ελληνικά - στρατολογώ, νεοσύλλεκτος, πρόσληψη, προσλάβει, προσλαμβάνουν, στρατολογούν
  • rel στα ελληνικά - ταραχή, όργιο, πληθώρα, παραζάλη, Riot, ταραχών, ταραχές, ...
  • relaas στα ελληνικά - ρεσιτάλ, ιστορία, μύθος, παραμύθι, λυχνία, ιστορίας, ενδεικτικό
Τυχαίες λέξεις
Rekwireren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίταξη, επιτάξεως, επίταξης