Richter στα ελληνικά
Μετάφραση: richter, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κριτής, δικαιοσύνη, δικάζω, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
Μεταφράσεις
- richel στα ελληνικά - χείλος, πρεβάζι, περβάζι, προεξοχή, ακμών, γείσωμα
- richten στα ελληνικά - φροντίδα, χερούλι, μόλυβδος, καταφέρνω, διεξάγω, ξεναγώ, φροντίζω, ...
- richting στα ελληνικά - κατεύθυνση, μόδα, ροπή, τάση, διεύθυνση, την κατεύθυνση, κατεύθυνσης, ...
- richtlijn στα ελληνικά - κατεύθυνση, οδηγία, οδηγίας, της οδηγίας, την οδηγία, οδηγίας του
Τυχαίες λέξεις
Richter στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κριτής, δικαιοσύνη, δικάζω, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
Μεταφράσεις: κριτής, δικαιοσύνη, δικάζω, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή