Rotten στα ελληνικά

Μετάφραση: rotten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Rotten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rotsachtig στα ελληνικά - βραχώδης, βραχώδεις, βραχώδη, βραχώδες, βραχώδους
  • rotsblok στα ελληνικά - πετροβολώ, κουνώ, λικνίζω, ροκ, λιθοβολώ, πέτρα, κοτρόνι, ...
  • rotzak στα ελληνικά - μπερμπάντης, μόρτης, παλιάνθρωπος, αχρείος, κάθαρμα, αχρείων, καθάρματος
  • rotzooi στα ελληνικά - διαταραχή, πάθηση, αταξία, ακαταστασία, σκατά, μαλακία, μαλακίες, ...
Τυχαίες λέξεις
Rotten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν