Σαπίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: σαπίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bederf, vergaan, rotten, verrotten, bederven, verval, kastijden, vernederen, afsterven, verootmoedigen, tuchtigen
Σαπίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαπίζω

σαπίζω αγγλικά, σαπίζω συνώνυμα, σαπίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σαπίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σανδάλι στα ολλανδικά - sandaal, sandelhout, sandalen, sandal, sandals
  • σανός στα ολλανδικά - hooi, hay, hooi-, van hooi
  • σαπιοκάραβο στα ολλανδικά - bak, bad, tobbe, badkuip, kuip, teil, ton, ...
  • σαπισμένος στα ολλανδικά - verrot, bedorven, rot, rotte, verrotte
Τυχαίες λέξεις
Σαπίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bederf, vergaan, rotten, verrotten, bederven, verval, kastijden, vernederen, afsterven, verootmoedigen, tuchtigen