Ruimen στα ελληνικά
Μετάφραση: ruimen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδειος, διεύρυνσης, εκγλυφάνσεως, εντόρνευση, γλυφανισμό, αφαίρεση υλικού με διάτρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ruilhandel στα ελληνικά - εμπόριο, ανταλλάσσω, επάγγελμα, επιτήδευμα, αντιπραγματισμού, αντιπραγματισμός, ανταλλαγή, ...
- ruim στα ελληνικά - τεράστιος, περιεκτικός, μεγάλος, πλήρης, πελώριος, φαρδύς, εκτεταμένος, ...
- ruimheid στα ελληνικά - φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
- ruiming στα ελληνικά - κατάργηση, κατάλυση, σφαγή, θανάτωση, θανάτωσης, επιλεκτικής σφαγής, επιλεκτική σφαγή
Τυχαίες λέξεις
Ruimen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδειος, διεύρυνσης, εκγλυφάνσεως, εντόρνευση, γλυφανισμό, αφαίρεση υλικού με διάτρηση
Μεταφράσεις: άδειος, διεύρυνσης, εκγλυφάνσεως, εντόρνευση, γλυφανισμό, αφαίρεση υλικού με διάτρηση