Samenbrengen στα ελληνικά
Μετάφραση: samenbrengen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενώνω, συνδέω, κατατάσσομαι, συνενώνω, ενοποιώ, συγκεντρώνουν, φέρει σε επαφή, συγκεντρώσει, να συγκεντρώσει, συγκεντρώνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- samen στα ελληνικά - συνάδελφος, τύπος, άντρας, μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, ...
- samenbinden στα ελληνικά - κατατάσσομαι, ενώνω, συνενώνω, συνδέω, astringe
- samendrukking στα ελληνικά - συμπίεση, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση
- samengesteld στα ελληνικά - περίπλοκος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, σύνθετος, μαζί, βάλει μαζί, συγκεντρώσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Samenbrengen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενώνω, συνδέω, κατατάσσομαι, συνενώνω, ενοποιώ, συγκεντρώνουν, φέρει σε επαφή, συγκεντρώσει, να συγκεντρώσει, συγκεντρώνει
Μεταφράσεις: ενώνω, συνδέω, κατατάσσομαι, συνενώνω, ενοποιώ, συγκεντρώνουν, φέρει σε επαφή, συγκεντρώσει, να συγκεντρώσει, συγκεντρώνει