Schaapachtig στα ελληνικά

Μετάφραση: schaapachtig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουτός, χαζός, άτολμος, ανόητο, sheepish, ντροπαλή, ηλίθιος
Schaapachtig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • schaamte στα ελληνικά - κρίμα, ντροπή, ντροπής, την ντροπή, η ντροπή
  • schaap στα ελληνικά - πρόβατο, πρόβατα, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα, προβάτου
  • schaapskop στα ελληνικά - ζουμί, χαζός, χυμός, βλάκας, εξαντλώ, κοροϊδεύω, λοστός
  • schaar στα ελληνικά - τσιμπίδα, λαβίδα, ψαλίδι, ψαλίδια, το ψαλίδι, ψαλιδιού, ψαλιδιών
Τυχαίες λέξεις
Schaapachtig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουτός, χαζός, άτολμος, ανόητο, sheepish, ντροπαλή, ηλίθιος