Schelf στα ελληνικά

Μετάφραση: schelf, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοίβα, στοιβάζω, ανάχωμα, στοιβάδα, σωρός, Schelf
Schelf στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • scheikundige στα ελληνικά - χημικός, φαρμακοποιός, χημικό, φαρμακείο, χημικού
  • schel στα ελληνικά - κοφτερός, οξύς, μυτερός, αναλαμπή, βροντερός, ξινός, φτηνός, ...
  • schelheid στα ελληνικά - στυφότητα, οξυδέρκεια, οξύτητα, αιχμηρότητα, ευκρίνεια, ευκρίνειας, την ευκρίνεια
  • schelklinkend στα ελληνικά - κοφτερός, διαπεραστικός, μυτερός, οξυδερκής, αιφνίδιος, διαπεραστικό, διαπεραστική, ...
Τυχαίες λέξεις
Schelf στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοίβα, στοιβάζω, ανάχωμα, στοιβάδα, σωρός, Schelf