Schelm στα ελληνικά

Μετάφραση: schelm, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπερμπάντης, μόρτης, παλιάνθρωπος, κατεργάρης, Rascal, κάθαρμα, αλήτης
Schelm στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • schelheid στα ελληνικά - στυφότητα, οξυδέρκεια, οξύτητα, αιχμηρότητα, ευκρίνεια, ευκρίνειας, την ευκρίνεια
  • schelklinkend στα ελληνικά - κοφτερός, διαπεραστικός, μυτερός, οξυδερκής, αιφνίδιος, διαπεραστικό, διαπεραστική, ...
  • schelmachtig στα ελληνικά - εύθυμος, παιχνιδιάρικος, κατεργάρης, τσαχπίνικος, ακαταμάχητη, πανούργος
  • schelp στα ελληνικά - καβούκι, οβίδα, κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
Τυχαίες λέξεις
Schelm στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπερμπάντης, μόρτης, παλιάνθρωπος, κατεργάρης, Rascal, κάθαρμα, αλήτης