Schepping στα ελληνικά

Μετάφραση: schepping, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόσμος, ύπαρξη, δημιουργία, υφήλιος, δημιουργίας, τη δημιουργία, σύσταση, δημιουργία θέσεων
Schepping στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • scheppen στα ελληνικά - γεννοβολώ, παράγω, κάνω, γεννώ, δημιουργώ, φτιάχνω, κατασκευάζω, ...
  • schepper στα ελληνικά - συγγραφέας, πηγή, δημιουργός, Creator, δημιουργό, δημιουργού, ο δημιουργός
  • scheppingsboek στα ελληνικά - γένεση, Genesis, Γένεσης, Γένεσις, τη γένεση
  • schepsel στα ελληνικά - πλάσμα, ζώο, κτήνος, πλάσματος, δημιούργημα, το πλάσμα, ον
Τυχαίες λέξεις
Schepping στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόσμος, ύπαρξη, δημιουργία, υφήλιος, δημιουργίας, τη δημιουργία, σύσταση, δημιουργία θέσεων