Slepen στα ελληνικά

Μετάφραση: slepen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυμουλκώ, στουπί, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση
Slepen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • slee στα ελληνικά - έλκηθρο, έλκηθρου, για έλκηθρο, βαριοπούλες, ελκήθρων
  • sleepboot στα ελληνικά - ρυμουλκό, ρυμουλκού, ρυμουλκά, ρυμουλκών, διελκυστίνδα
  • sleuf στα ελληνικά - σχισμή, υποδοχή, σχισμής, εγκοπή, slot
  • sleur στα ελληνικά - ρουτίνα, αυλάκι, αποτελμάτωση, τέλμα, πεπατημένη, βαρβατίλα
Τυχαίες λέξεις
Slepen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυμουλκώ, στουπί, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση