Sleutel στα ελληνικά

Μετάφραση: sleutel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλειδί, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
Sleutel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sleuf στα ελληνικά - σχισμή, υποδοχή, σχισμής, εγκοπή, slot
  • sleur στα ελληνικά - ρουτίνα, αυλάκι, αποτελμάτωση, τέλμα, πεπατημένη, βαρβατίλα
  • sleutelbloem στα ελληνικά - ηράνθεμο, χαμομήλι, Primrose, νυχτολούλουδου, ηράνθεμου
  • slib στα ελληνικά - κυλώ, βόρβορος, λάσπη, γλίτσα, στάζω, κοπριά, ίζημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Sleutel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλειδί, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές