Sociaal στα ελληνικά
Μετάφραση: sociaal, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- snurken στα ελληνικά - ροχαλίζω, ραγχαλίζω, ροχαλητό, ροχαλητού, ροχαλίζουν
- sober στα ελληνικά - φειδωλός, εγκρατής, λιτός, νηφάλιος, μετριοπαθής, μέτριος, μετριάζω, ...
- socialisme στα ελληνικά - σοσιαλισμός, σοσιαλισμό, ο σοσιαλισμός, σοσιαλισμού, το σοσιαλισμό
- socialist στα ελληνικά - σοσιαλιστής, σοσιαλιστική, σοσιαλιστικής, σοσιαλιστικό, σοσιαλιστικές
Τυχαίες λέξεις
Sociaal στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
Μεταφράσεις: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές