Κοινωνικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: κοινωνικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sociaal, maatschappelijk, sociale, maatschappelijke, de sociale
Κοινωνικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοινωνικός

κοινωνικός τουρισμός ογα, κοινωνικός ρατσισμός ορισμός, κοινωνικός τουρισμός 2014 καταλύματα, κοινωνικός αποκλεισμός, κοινωνικός τουρισμός οαεδ, κοινωνικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κοινωνικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κοινοτυπία στα ολλανδικά - gemeenplaats, truïsme, truïsme kenmerken
  • κοινωνία στα ολλανδικά - gemeenschap, vereniging, maatschappij, genootschap, club, samenleving, sociëteit, ...
  • κοινόβιο στα ολλανδικά - priorij, Priory, klooster, priorij van, de priorij
  • κοινός στα ολλανδικά - vulgair, ordinair, openlijk, gelid, knoop, gewoon, gemeenschappelijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοινωνικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sociaal, maatschappelijk, sociale, maatschappelijke, de sociale