Socialist στα ελληνικά

Μετάφραση: socialist, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοσιαλιστής, σοσιαλιστική, σοσιαλιστικής, σοσιαλιστικό, σοσιαλιστικές
Socialist στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sociaal στα ελληνικά - κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
  • socialisme στα ελληνικά - σοσιαλισμός, σοσιαλισμό, ο σοσιαλισμός, σοσιαλισμού, το σοσιαλισμό
  • sociëteit στα ελληνικά - λέσχη, συντεχνία, εντολή, προσταγή, ένωση, κοινωνία, σωματείο, ...
  • soep στα ελληνικά - σούπα, σούπας, σούπες, σούπα με, τη σούπα
Τυχαίες λέξεις
Socialist στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοσιαλιστής, σοσιαλιστική, σοσιαλιστικής, σοσιαλιστικό, σοσιαλιστικές