Soepel στα ελληνικά
Μετάφραση: soepel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευλύγιστος, εύκαμπτος, εύπλαστο, ελαστικό, απαλό, μαλακό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sociëteit στα ελληνικά - λέσχη, συντεχνία, εντολή, προσταγή, ένωση, κοινωνία, σωματείο, ...
- soep στα ελληνικά - σούπα, σούπας, σούπες, σούπα με, τη σούπα
- soeverein στα ελληνικά - ηγεμόνας, κυρίαρχος, αυτεξούσιος, ανεξάρτητος, ανώτατος, αυτόνομος, κυρίαρχο, ...
- sof στα ελληνικά - αποτυχία, ΣΟΦ, SOF, λογισ, το SOF
Τυχαίες λέξεις
Soepel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευλύγιστος, εύκαμπτος, εύπλαστο, ελαστικό, απαλό, μαλακό
Μεταφράσεις: ευλύγιστος, εύκαμπτος, εύπλαστο, ελαστικό, απαλό, μαλακό