Soortelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: soortelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- soms στα ελληνικά - κατά καιρούς, μερικές φορές, κατά περιόδους, φορές, ενίοτε
- soort στα ελληνικά - ξεδιαλέγω, τακτοποιώ, ευγενικός, τύπος, είδος, δελτίο, καλός, ...
- soortgelijk στα ελληνικά - όπως, αρέσω, παρόμοιος, όμοιος, συμπαθώ, σαν, παρόμοια, ...
- sop στα ελληνικά - σάλτσα, σαπουνάδες, σαπουνάδα, αφρισμού, του αφρού, σαπουνάδας
Τυχαίες λέξεις
Soortelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
Μεταφράσεις: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες