Speling στα ελληνικά
Μετάφραση: speling, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορμή, χώρος, δωμάτιο, καπρίτσιο, διάστημα, σπασμωδική κίνηση, αντίδραση, αντιδράσεις, ανοχής, παλινδρόμηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- spelen στα ελληνικά - παρουσιάζω, εισάγω, πληροφορώ, έκθεμα, γνωρίζω, έργο, συστήνω, ...
- speler στα ελληνικά - χαρακτήρας, παίκτης, παίχτης, παίκτη, player, αναπαραγωγής
- spellen στα ελληνικά - ορθογραφώ, ξόρκι, διάστημα, συλλαβίζω, διευκρινίσει, διευκρινίζουν, διευκρινίζει, ...
- spelling στα ελληνικά - ορθογραφία, ορθογραφικά, ορθογραφίας, την ορθογραφία, ορθογραφικό
Τυχαίες λέξεις
Speling στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορμή, χώρος, δωμάτιο, καπρίτσιο, διάστημα, σπασμωδική κίνηση, αντίδραση, αντιδράσεις, ανοχής, παλινδρόμηση
Μεταφράσεις: ορμή, χώρος, δωμάτιο, καπρίτσιο, διάστημα, σπασμωδική κίνηση, αντίδραση, αντιδράσεις, ανοχής, παλινδρόμηση